εντέρινος

εντέρινος
-η, -ο
1. ο κατασκευασμένος από έντερο.
2. εντερικός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εντέρινος — η, ο (Α ἐντέρινος, η, ον) κατασκευασμένος από έντερα («αἱ χορδαὶ ἐντέριναι ἦσαν») …   Dictionary of Greek

  • ἐντέριναι — ἐντέρινος made of gut fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”